ερημανθρωπία

ερημανθρωπία
ἐρημανθρωπία, ἡ (Μ)
η έλλειψη ανθρώπων, η ολοκληρωτική απουσία ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + -ανθρωπία (< άνθρωπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερημάνθρωπον — ἐρημάνθρωπον, τὸ (Μ) η ερημανθρωπία, η μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση τού ουδ. τού επιθ. *ερημάνθρωπος, ον, ως αφηρημένου ουσιαστικού (πρβλ. το πολυάνθρωπον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”